- οχάνη
- ὀχάνη, ἡ (Α)όχανον*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ὀχ τού ἔχω (Ι)* + κατάλ. -άνη (πρβλ. χοάνη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀχάνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχάναις — ὀχάνη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχάνην — ὀχάνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχάνης — ὀχάνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωχάνης — κατωχάνης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) η λαβή τού τρυπανιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀχάνη «λαβή» (< ἔχω), με αλλαγή γένους. Το ω λόγω εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
προχάνη — και δωρ. τ. προχάνα, ἡ, Α πρόφαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός διαλεκτικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. παράγεται από ένα ρ. προχαίνω με σημ. «προφασίζομαι», το οποίο, όμως, δεν μαρτυρείται πουθενά. Κατ άλλη άποψη, περισσότερο πιθανή, η λ.… … Dictionary of Greek